ανατσουτσουρώνουμαι [anatsutsu’ronume]: συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου: ‘Ανατσουτσούρωσε και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι’. [ανά – τσουτσουρώνωμαι (άγνωστη ετυμολογία)].
ανατσουτσουρώνουμαι [anatsutsu’ronume]
από
Ετικέτες:
ανατσουτσουρώνουμαι [anatsutsu’ronume]: συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου: ‘Ανατσουτσούρωσε και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι’. [ανά – τσουτσουρώνωμαι (άγνωστη ετυμολογία)].
από
Ετικέτες: