ανασταίνω [ana’staino]: (μτφ.) ανατρέφω κάποιον από μικρό παιδί: ‘Τον έχει αναστήσει ο παππούς του’. [μσν. ανασταίνω < ελνστ. ἀνιστ(ῶ) μεταπλ. -αίνω (αρχ. ἀνίστημι) κατά το ανάσταση].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i