αναπαραδιά, η [anapara’ðʝa]

αναπαραδιά, η [anapara’ðʝa]: μεγάλη έλλειψη χρημάτων: ‘Έχω αναπαραδιές’. [λόγ. ανα-+ παράδ(ες) -ιά].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από