ανανοήθηκα [anano’iθika]

ανανοήθηκα [anano’iθika]: μισοξύπνησα. [ίσως, αν(α)- + αρχ. νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον ‘έννοια΄)].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: