αναμουτεύω [anamu’tevo]: αναζωογονούμαι. [ανά- + ουσ. μούτα + κατάλ. ‑εύω ‘αποβάλω το πτέρωμα και αποκτώ καινούργιο’· πβ. μεσν. λατ. mutare (Du Cange, Lat., στη λ. 1). Τ. ‑εύγω στο Somav. Η λ. στο Meursius (λ. μούτα)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i