ανακούρκουδα [ana’kurkuða]: (επίρρ.): α. με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών. β. ανακατεμένα: ‘Τα βρήκα όλα ανακούρκουδα’ [ίσως < ανα- ελνστ. κλωκυδά < αρχ. ὀκλαδόν].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf