αναγαλλιάζω [anaγa’ʎazo]

αναγαλλιάζω [anaγa’ʎazo]: αισθάνομαι αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία [αν(α)- αγαλλιάζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: