αναγαλακιάζου [anaγala’cazu]: ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα. [ανά- + γαλακιάζου (άγνωστη ετυμολογία)].
Και: https://ilialang.gr/αναγαλακούνου-και-αναγαλακιάζου-ανα/
αναγαλακιάζου [anaγala’cazu]: ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα. [ανά- + γαλακιάζου (άγνωστη ετυμολογία)].
Και: https://ilialang.gr/αναγαλακούνου-και-αναγαλακιάζου-ανα/
από
Ετικέτες: