αναβροχιά, η [anavroꞋça]

αναβροχιά, η [anavro’ça]: η έλλειψη βροχής· το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν έχει βρέξει· ανομβρία, ξηρασία: ‘H φετινή αναβροχιά τα ξέρανε όλα’. [ανα- βροχ(ή) -ιά].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από