ανέμη, η [a’nemi]: όργανο της υφαντικής, με οριζόντια περιστρεφόμενη στεφάνη, γύρω από την οποία τεντώνουν τουλούπες (κούκλες) νήματος για να το τυλίξουν σε κουβάρι ή μασούρι· ροδάνι. [ελνστ. ἀνέμη].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i