ΔΠΗ
ανέγγιαγος, -η, -ο [a’neɟaγos]: αυτός που δεν ανέχεται άγγιγμα. [άγγιαχτος, επίθ.· ανέγγιαχτος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: