ανάρια [a’narʝa]: (επιρρ.) αραιά. [μσν. ανάριος < αν(α)- αραι(ός) -ια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα σύνθ.].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
ανάρια [a’narʝa]: (επιρρ.) αραιά. [μσν. ανάριος < αν(α)- αραι(ός) -ια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα σύνθ.].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: