αμόνι, το [a’moni]

αμόνι, το [a’moni]: σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο [μσν. αμόνι(ν) < ελνστ. ἀκμόνιον (αποβ. του [k] πριν από [m] ίσως ύστερα από ενδιάμεση τροπή σε [γ] ) υποκορ. του αρχ. ἄκμων].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από