αμποδιέμαι [aboꞋðʝeme]

αμποδιέμαι [aboꞋðʝeme]: εμποδίζομαι από κάτι, στέκομαι μπροστά σε εμπόδιο. [εμποδ(ίζομαι) -ιέμαι μετατρ. αρχικού ε– σε α-].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: