αμούτσι [a’mutsi]: (επιρρ.) τσάμπα: ‘Έφαγε αμούτσι και δεν άφηκε και τίποτα’ (έφαγε τσάμπα και δεν έφερε κανένα κέρασμα, όπως κρασί).
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
αμούτσι [a’mutsi]: (επιρρ.) τσάμπα: ‘Έφαγε αμούτσι και δεν άφηκε και τίποτα’ (έφαγε τσάμπα και δεν έφερε κανένα κέρασμα, όπως κρασί).
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: