ΔΠΗ
αμμουδέρα, η [amuꞋðera]: αμμώδες έδαφος. [< αμμουδερ(ός, ή, ό) < αμμούδ(α) -ερός -α].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: