αμή [a’mi]: αμέ. Σε εκφράσεις: ‘αμή τί! αμή πώς! αμ’ πώς’: βεβαίως, χωρίς αμφιβολία. [μσν. αμέ < αμμέ < αμμή με τροπή [i > e] από επίδρ. του δε(ν) < αρχ. ἄν μή με αφομ. [nm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf