αμάχη, η [a’maçi]: α. κόπος, μεγάλη προσπάθεια. β. έχθρα, μίσος [μσν. αμάχη < αρχ. μάχη με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. ]. (Κανελλακόπουλος).
αμάχη, η [aꞋmaçi]
από
Ετικέτες:
αμάχη, η [a’maçi]: α. κόπος, μεγάλη προσπάθεια. β. έχθρα, μίσος [μσν. αμάχη < αρχ. μάχη με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. ]. (Κανελλακόπουλος).
από
Ετικέτες: