αλύχτημα, το [aꞋlixtima]

αλύχτημα, το [a’lixtima]: ξεχωριστό γάβγισμα του σκυλιού, όταν έχει αντιληφθεί θήραμα. [αλυχτη- (αλυχτώ) -μα].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από