ΔΠΗ
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]: μέρος με νερό όπου πηγαίνουν τα άλογα. [άλογ(ο) -ο- βορ(ά) -ός].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: