αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]

αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]: μέρος με νερό όπου πηγαίνουν τα άλογα. [άλογ(ο) -ο- βορ(ά) -ός].


Δημοσιεύτηκε

σε

από