αλοή, η [aloꞋi]

αλοή, η [aloꞋi]: είδος πικρού βοτάνου. [ελνστ. ἀλόη, *ἀλοή (πρβ. ελνστ. ἀλοέ)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από