αλησμονητήρα, η [alizmoniꞋtira]: βότανο που προκαλεί τη λήθη. [α- λησμον(ιά) -ητήρα].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
αλησμονητήρα, η [alizmoniꞋtira]: βότανο που προκαλεί τη λήθη. [α- λησμον(ιά) -ητήρα].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: