αλλαξιά, η [alaꞋksça]

αλλαξιά, η [alaꞋksça]: α. φορεσιά, στολή. β. σύνολο από καθαρά εσώρουχα και με επέκταση από ρούχα ή ασπρόρουχα που χρησιμοποιεί κάποιος για να αλλάξει τα λερωμένα. [μσν. αλλαξία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αλλαξ- (αλλάζω) -ία > -ιά].

Και: https://ilialang.gr/απαλλαξίδια/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από