αλιμπερτά, η [alibeꞋrta]

αλιμπερτά, η [alibeꞋrta]: ελευθερία, ανεμελιά, ελευθερία κινήσεων. [α- +  ιτλ. libertà].


Δημοσιεύτηκε

σε

από