αλεστικό, το [alesti’ko]

αλεστικό, το [alesti’ko]: η αμοιβή του μυλωνά για το άλεσμα των δημητριακών. [μσν. αλέ(θω) -στικό]. (Κανελλακόπουλος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από