αλειτούργητος [ali’turγitos]

αλειτούργητος, -η, -ο [ali’turγitos]: α. για κπ. που δεν πηγαίνει ή που δεν πήγε στην εκκλησία για να λειτουργηθεί, για να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία. β. για κπ. που δεν μπορούμε να εντοπίσουμε εύκολα [μσν. αλειτούργητος < α- λειτουργη- (λειτουργώ) -τος (διαφ. το αρχ. ἀλειτούργητος ‘ελεύθερος από την υποχρέωση λειτουργίας’)].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από