αλατζάς, ο [alaꞋndzas]

αλατζάς, ο [ala’ndzas]: βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: ‘Φουστάνι από αλατζά’. [τουρκ. alaca -ς]. (Κανελλακόπουλος).


Δημοσιεύτηκε

σε

από