ΔΠΗ
αλαργεύω [alaꞋrʝevo]: απομακρύνομαι. [αλάργ(α) -εύω < μσν. αλάργα < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) a larga].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: