αλαλιάζω [ala’ʎazo]

αλαλιάζω [ala’ʎazo], -ομαι: φέρνω κπ. σε κατάσταση διανοητικής σύγχυσης, ταραχής και αδυναμίας, παλαβώνω, τρελαίνω: ‘Αλάλιασα’ (τρελάθηκα). [άλαλ(ος) -ιάζω].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: