αλί [aꞋʎi]: αλίμονο. [μσν. αλί < αλίμονο με νέα ανάλυση αλί-μονο και αποβ. του μόνο (πρβ. μσν. αϊλί ίσως < συμφυρ. άι! + αλί)].
αλί [aꞋʎi]
από
Ετικέτες:
αλί [aꞋʎi]: αλίμονο. [μσν. αλί < αλίμονο με νέα ανάλυση αλί-μονο και αποβ. του μόνο (πρβ. μσν. αϊλί ίσως < συμφυρ. άι! + αλί)].
από
Ετικέτες: