ΔΠΗ
αλέγρος, -α, -ο [a’leγros]: χαρούμενος, πρόσχαρος: ‘Είναι πολύ αλέγρα γυναίκα’. [βεν. alegro -ς· ιταλ. allegro -ς].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: