αλάνα, η [aꞋlana]

αλάνα, η [aꞋlana]: το ξέφραγο χωράφι. [αλάν(ι) ‘ανοιχτός χώρος’ μεγεθ. -α < τουρκ. alan -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από