ακουμπάω [aku’mbao]

ακουμπάω [aku’mbao]: (μτφ.) στηρίζομαι κάπου. [μσν. ακουμπώ < ακουμπ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ακουμπισ-].


Δημοσιεύτηκε

σε

από