ακένωτος, -η, -ο [aꞋkenotos]: αυτός που δεν του έχουν σερβίρει. [ < ελνστ. ἀκένωτος ‘που δεν αδειάζει’].
ακένωτος [aꞋkenotos]
από
Ετικέτες:
ακένωτος, -η, -ο [aꞋkenotos]: αυτός που δεν του έχουν σερβίρει. [ < ελνστ. ἀκένωτος ‘που δεν αδειάζει’].
από
Ετικέτες: