αζίκι, το [a’ziki]

αζίκι, το [a’ziki]: το δώρο συγγενών για το τραπέζι του γάμου. [τουρκ. azik -ι].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από