ΔΠΗ
αζάπικος, -η, -ο [a’zapikos]: απείθαρχος, ανυπότακτος: ‘Είναι αζάπικο παιδί’ [αραβ. ’azab’ ‘γενίτσαρος’ + -ικος. H λ. στο Meursius].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: