αδυνάστεια, η [aði’nastça]: τα αδύναμα μέλη μιας οικογένειας (π.χ. τα ορφανά). [α- +δυναστεί(α) -α].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
αδυνάστεια, η [aði’nastça]: τα αδύναμα μέλη μιας οικογένειας (π.χ. τα ορφανά). [α- +δυναστεί(α) -α].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: