αδράχνω [a’ðraxno]

αδράχνω [a’ðraxno]: αρπάζω, πιάνω κάτι με ορμή. [μσν. δράχνω και με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-δr > naδr > n-aδr] < ελνστ. δράσσω (αρχ. δράσσομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δραξ-κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) – δείχνω].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από