αδερφομοίρια, τα [aðerfo’mirʝa]

αδερφομοίρια, τα [aðerfo’mirʝa]: τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια. [αδερφό(ς) + μοιρ(άζω) –ια].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από