αγώι, το [aꞋγoi]: αμοιβή για την μεταφορά φορτίου. [μσν. αγώγι(ον) < αρχ. ἀγώγιον `φόρτωμα αμαξιού΄ και με αποβ. του μεσοφ. [j] ].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
αγώι, το [aꞋγoi]: αμοιβή για την μεταφορά φορτίου. [μσν. αγώγι(ον) < αρχ. ἀγώγιον `φόρτωμα αμαξιού΄ και με αποβ. του μεσοφ. [j] ].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: