αγριλίδι,το [aγriꞋλiði]

αγριλίδι,το [aγriꞋλiði]: αγριάδα ή μικρά κλαδάκια που φυτρώνουν στη ρίζα της ελιάς. [ίσως άγρ(ιος) -ιλίδι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από