αγρικώ [aγri’ko]

αγρικώ [aγri’ko]: καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, ακούω: ‘Aυτός δε γρικάει μπίτι’. [μσν. γρικώ, αγρικώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < μσν. αγροικ(ός) -ώ < ελνστ. ή μσν. *ἀγροικός ‘φρόνιμος’ < αρχ. ἄγροικος ‘κάτοικος των αγρών, άξεστος’ όπου το αρχικό ἄ- της λ. ἄγροικος θεωρήθηκε στερ.].

Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/search.html?lq=432

Όπως και: https://ilialang.gr/αγροικάου/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: