αγριγιάδα, η [aγri’ʝaða]: αγριάδα: ‘Γιόμισε ο τόπος αγριγιάδα’. [<επίθ. άγρ(ιος) + κατάλ. γιάδα].
αγριγιάδα, η [aγri’ʝaða]
από
Ετικέτες:
αγριγιάδα, η [aγri’ʝaða]: αγριάδα: ‘Γιόμισε ο τόπος αγριγιάδα’. [<επίθ. άγρ(ιος) + κατάλ. γιάδα].
από
Ετικέτες: