αγριγιάδα, η [aγri’ʝaða]

αγριγιάδα, η [aγri’ʝaða]: αγριάδα: ‘Γιόμισε ο τόπος αγριγιάδα’. [<επίθ. άγρ(ιος) + κατάλ. γιάδα].

Και: https://ilialang.gr/αγριάδα-η/


Δημοσιεύτηκε

σε

από