αγουρόλαδο, το [aγu’rolaðo]

αγουρόλαδο, το [aγu’rolaðo]: το λάδι από άγουρες ελιές: ‘Σκέτο αγουρόλαδο το φετινό λάδι’. [άγουρ(ος) –ο- λάδ(ι) -ο].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από