ΔΠΗ
αγουροφάγος, -α, -ο [aγuro’faγos]: αυτός που τρώει άγουρα τα φρούτα. [άγουρ(ος) -ο- (έ)φαγ(α) -ος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: