ΔΠΗ
αγουριέμαι [aγuꞋrʝeme]: οδύρομαι με ένταση φωνής ανάλογης με ενός σκυλιού που κλαίει. [ αρχ. αγ- ωρ(ύομαι) -ιέμαι με τροπή ωρ σε ουρ].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: