αγλέγουρας, ο [a’γleγuras]: είδος δηλητηριώδους φυτού. Φράση: τρώω τον αγλέγουρα, πάρα πολύ. [αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ([o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r]) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al]) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v]) και μεταπλ. -ος > -ας (ανάπτ. [γ];)].
Και: https://ilialang.gr/αγλέουρας-ο-aγleuras/
Όπως και: https://ilialang.gr/αβέλιουρας/
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf