αγκουσέβουμαι [aŋgu’sevume]: α. στεναχωριέμαι πολύ. β. ζεσταίνομαι. γ. έχω δυσφορία. [αγκούσα -έβουμαι< βεν. angossa ([o > u] από επίδρ. του υπερ. [g])].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
αγκουσέβουμαι [aŋgu’sevume]: α. στεναχωριέμαι πολύ. β. ζεσταίνομαι. γ. έχω δυσφορία. [αγκούσα -έβουμαι< βεν. angossa ([o > u] από επίδρ. του υπερ. [g])].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i