αγκαλιαστός, ο [aŋga’ʎastos]

αγκαλιαστός, ο [aŋga’ʎastos]: το ταγκό, το βάλς. [αγκαλ(ιάζω) -ιαστός].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από