αγιογδύτης, ο [aʝo’γðitis] θηλ. αγιογδύτισσα [aʝo’γðitisa]: κλέφτης, άνθρωπος που χρησιμοποιεί αδίστακτα κάθε μέσο για να αποσπάσει χρήματα, αισχροκερδής, στυγνός εκμεταλλευτής [αγιο- + γδύ(νω) -της· αγιογδύτ(ης) -ισσα].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i